Γνωστή και παλιά η φράση που κυκλοφορεί στους διαδρόμους των δημοσίων υπηρεσιών εδώ και χρόνια: «Αν θέλεις κάτι να μη γίνει ποτέ, ανάθεσέ το σε επιτροπή».
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες πληγές του ελληνικού κράτους. Υπάρχουν χιλιάδες επιτροπές και συμβούλια, που λειτουργούν στην ελληνική δημόσια διοίκηση (και στα νοσοκομεία ασφαλώς), με αποτέλεσμα να καθυστερεί, να αναστέλλεται και να αντιμετωπίζει προβλήματα οποιοδήποτε αναπτυξιακό έργο επιχειρούν κάποιοι πολίτες να πραγματοποιήσουν.
Φαίνεται ότι είχε απόλυτο δίκιο εκείνος που έλεγε: «Η καλύτερη επιτροπή είναι εκείνη που αποτελείται από τρία μέλη, εκ των οποίων ο ένας είναι μόνιμα άρρωστος και ο άλλος δεν εμφανίζεται ποτέ». Για να προσθέσουν κάποιοι άλλοι, επιστρατεύοντας και κάποια δόση πικρόχολου χιούμορ, «η καμήλα είναι άλογο που το ζωγράφισε επιτροπή».
Τώρα, τι ακριβώς είναι όλες αυτές οι χιλιάδες των επιτροπών και συμβουλίων, που υποτίθεται ότι κινούν με τις αποφάσεις τους την κρατική μηχανή; Είναι ομάδες ανθρώπων, πολυπρόσωπες (πολύ συχνά ξεπερνούν τα δέκα άτομα), που επιλαμβάνονται συγκεκριμένων θεμάτων, με προοπτική να γνωμοδοτήσουν πάνω σ’ αυτά και να προωθήσουν ή να αναστείλουν κάποιες ενέργειες που προτίθενται να κάνουν κάποιοι «νομιμόφρονες» πολίτες.
Βέβαια, το πιο περίεργο είναι η συγκρότηση αυτών των επιτροπών. Συνήθως υπάρχουν ένας – δυο άνθρωποι σ’ αυτές, που ξέρουν τα θέματα και είναι γνώστες του σχετικού αντικειμένου, ενώ οι υπόλοιποι (που άλλωστε είναι η πλειοψηφία) κατά κανόνα δεν έχουν ιδέα για το θέμα το οποίο καλούνται να χειριστούν, να γνωμοδοτήσουν πάνω σ’ αυτό και να πάρουν αποφάσεις. Βέβαια, η συμμετοχή στις επιτροπές και τα συμβούλια γίνεται «με το αζημίωτο» - πράγμα που σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους αφαιμάζεται σημαντικά, προκειμένου να «αποζημιωθούν» τα μέλη των συμβουλίων και επιτροπών για την προσφορά της υπηρεσίας τους για το δημόσιο καλό, για τον χρόνο που τους καταναλίσκουμε και για τη σοφία που μας παρέχουν. Άλλο ζήτημα, αν οι περισσότεροι απ’ αυτούς αγνοούν πλήρως το αντικείμενο που χειρίζεται η σχετική επιτροπή, μια και η τοποθέτησή τους αποτελεί, όχι σπάνια, την ανταμοιβή τους για κάποιες υπηρεσίες που πρόσφεραν προεκλογικά στο Κόμμα και που έφτασε η στιγμή να πάρουν την αναπόδωσή τους.
Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές φορές οι κακόμοιροι πολίτες του ελληνικού κράτους (οι υπήκοοι πιο σωστά) περιμένουν επί εβδομάδες, όχι σπάνια επί μήνες, καμιά φορά και επί χρόνια, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημά τους. Παραδείγματος χάριν να πάρουν μια τυπική έγκριση προκειμένου να νομιμοποιηθεί κάποιο προσόν που διαθέτουν, ή να εγκριθεί κάποια άδεια για να προχωρήσουν σε κάποια επένδυση, ή να αναγνωριστεί κάποια ιδιότητα που αλλιώτικα παραμένει σε νεκροβίωση. Πράγματα, δηλαδή, που σ’ ένα ευνομούμενο κράτος θα τελείωναν μέσα σε λίγες μέρες, δεν αποκλείεται καθόλου στον τόπο το δικό μας να απαιτήσουν μήνες ή και χρόνια. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είναι απόλυτα διαπιστωμένο γεγονός.
Όταν τύχει καμιά φορά να κοινολογηθεί η σύνθεση κάποιας επιτροπής του δημοσίου (και η ιδιότητα των διαφόρων μελών της), διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν με τα προσόντα που διαθέτουν τα μέλη της επιτροπής να έχουν άποψη ή γνώμη ή έστω και γνώση του αντικειμένου που χειρίζονται. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για ένα επιπλέον ανασταλτικό εμπόδιο που έχει επινοήσει η ελληνική γραφειοκρατία, προκειμένου σ’ αυτό τον τόπο να μην προχωρήσει τίποτε, να μη γίνει κάποιο μεγάλο έργο, να μην «ανοίξουν τα φτερά τους» κάποιοι Έλληνες πολίτες που διαθέτουν τα σχετικά προσόντα. Λες και το κράτος μας έχει βαλθεί να χαμηλώσει το δυναμικό των υπηκόων του όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να επικρατεί η γαλήνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες που είναι έτοιμες να αποβιώσουν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει θεραπεία στην κατάσταση αυτή. Η πιθανότερη απάντηση είναι ότι «όχι δεν υπάρχει θεραπεία». Και ξέρετε γιατί; Γιατί απλούστατα δεν υπάρχει, όπως λένε οι πολιτικοί στη δική τους γλώσσα, η απαιτούμενη «πολιτική βούληση». Κανένα Κόμμα δεν θέλει να «απογοητεύσει» κάποιους που τρέξαν, κοπίασαν, αγωνίστηκαν στην προεκλογική περίοδο για την επιτυχία και τους οποίους βέβαια θα χρειαστεί και την επόμενη φορά. Πρέπει, λοιπόν, να τους ανταμείψει τώρα, προκειμένου να είναι διαθέσιμοι και στο μέλλον. Με τέτοιους όμως συλλογισμούς και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο ένα κράτος να εκσυγχρονιστεί και, ακόμα περισσότερο, να συναγωνιστεί τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη που με μεγάλα βήματα προχωρούν συνεχώς προς νέες τεχνολογικές, διοικητικές και διανοητικές κατακτήσεις.
Μεγάλη, λοιπόν, πληγή και μεγάλο πρόβλημα η ύπαρξη τόσων χιλιάδων επιτροπών και συμβουλίων στον τόπο μας. Μάλιστα, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι οι υποτιθέμενες αρμοδιότητες και εξουσίες κάθε μιας επιτροπής πολύ συχνά ταυτίζονται με τις αντίστοιχες κάποιας άλλης, οπότε είναι αδύνατον ο πολίτης να βρει άκρη ή να μπορέσει να εξυπηρετηθεί έστω και στοιχειωδώς. Και βέβαια, όπως είναι γνωστό, τα προβλήματα κυρίως της υγείας (που αφορούν περισσότερο εμάς) δεν περιμένουν. Ένα απλό παράδειγμα, πολύ πρόσφατο: Οι Κινέζοι κατόρθωσαν να ανεγείρουν και να εξοπλίσουν νοσοκομείο 1400 κλινών σε 10 μέρες. Η Κλινική μας, προκειμένου να προχωρήσει σε ανέγερση συμπληρωματικών εγκαταστάσεων, περιμένει την έγκριση του Υπουργείου Υγείας ήδη επί δέκα μήνες. Και, φυσικά, η τελική εξέλιξη παραμένει άγνωστη.
Το ερώτημα που απομένει είναι άραγε θα αλλάξει ποτέ αυτό το καθεστώς; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι σίγουρη. Η ελπίδα υπάρχει πάντα, αλλά κάθε φορά μοιάζει όλο και περισσότερο να μειώνεται και να ξαναφουντώνει την επόμενη φορά, για να ακολουθήσει πάλι την ίδια διαδρομή. Τελικά, δεν αποκλείεται καθόλου να είχε απόλυτο δίκιο εκείνος ο Νορβηγός επίσκοπος, που τοποθετώντας το θέμα θεολογικά είπε κάποτε σε κάποιους φίλους του: «Μην ξεχνάτε ότι, αν οι Εβραίοι αντί να έχουν τον Μωυσή είχαν επιτροπή, ακόμα στην Αίγυπτο θα βρίσκονταν».